- μορφούμενος
- μορφάωpres part mp masc nom sg (attic epic doric ionic)μορφόωgive shapepres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ταυροφυής — ές, ΜΑ αυτός που έχει τη φύση ή τη μορφή ταύρου («ταυροφυὴς κερόεντι τύπῳ μορφούμένος ἀνήρ», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + φυής (< φύω / φύομαι), πρβλ. ὀρνιθο φυής] … Dictionary of Greek